Στη σκέψη του αναδύονταν συχνά τα περασμένα
όταν με τα παιδιά του σχολείου πήγαιν' εκδρομή.
Σε δάση πυκνά έτρεχε με τα χέρια απλωμένα
για να τον αντικόβουν των δέντρων οι κορμοί.
Μα πριν ξεχειλίσουν τα παιδικά του χρόνια από ορμή,
μπήκαν στη σειρά και χάθηκαν ένα ένα.
Είχε δει τα μάτια της μητέρας βουρκωμένα
κι αυτό στάθηκε αιτία μαζί και αφορμή.
Από τότε συμπαθούσε πολύ τις χλωμές εικόνες,
τους θλιμμένους στίχους, τα δάκρυα και τη σιωπή.
Το πρόσωπό του το σκίαζαν σύννεφα, χειμώνες.
Δεν άργησε το γεφύρι προς τον κόσμο να κοπεί.
Σε κάθε αγριοκαίρι, σε κάθε αστραπή,
λίμναζαν μέσα του της βροχής που πέφταν οι σταγόνες.
Είχε δει να ξεψυχούν οι ελπίδες του μόνες
και μετά το Θάνατο «να κοκκινίζει από ντροπή».
Κι αν είχε πάψει να ελπίζει
δεν ήταν παρά μόνο εικοσιδυό χρονώ.
Το βλέμμα του, μόνο, πετούσε και δίχως να γυρίζει,
έφευγε μαζί με τα άλλα πουλιά στον άπιαστο ουρανό.
Καθώς η Σήψη επικρατούσε ως κάτι φωτεινό,
ο Χρόνος, απλώς, τον παρακολουθούσε να σαπίζει.
Είχε νιώσει την απέραντη ύπαρξή του να γεμίζει
ένα άλλο τόσο απέραντο κενό...
Μάης 1988
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου