
Το χειμώνα, σαν έβγαινε ο ήλιος,
καθόμαστε στο απάγκιο της μάντρας.
Τότε ήταν η ώρα να μιλήσουμε. Δε βρίσκαμε λόγια.
Απ' το βουνό μάς κοίταζε το μαύρο σύννεφο.
Η κόψη του αλετριού ψευτόφεγγε πλαγιασμένη
στο χώμα - ήταν, δεν ήταν απόκριση.
Ένα δείλι ο Λευτέρης
πήδησε στ' άλογό του κι εχάθη κατ' ανέμου.
Νύχτες και νύχτες ακούγαμε
τα πέταλα τ' αλόγου του πάνω στις πέτρες.
Ξαγρυπνούσαμε - μην ήταν τάχα τα δικά μας λόγια
που δεν τα 'χαμε ειπωμένα;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου