
Γύριζε,
γύριζε στους δρόμους συνέχεια.
Περπατούσε μ' ένα τρόπο
σα να τα αποκάλυπτε όλα.
Βάδιζε γρήγορα
και τοίχο τοίχο
σαν κάποιος που τον κυνηγάνε.
Κι όταν έστριβε ένα δρόμο
ήταν σα να 'θελε
κάτι να ξεχάσει.
Πήγαινε πάντα εκεί,
εκεί όπου έλλειπε.
Και κάθε φορά
που γύριζε στο σπίτι του,
πριν βάλει το κλειδί
στην πόρτα για ν' ανοίξει,
στεκόταν για λίγο αμήχανος
σαν κάποιος
που δε βρίσκει το λόγο
για να κάνει κάτι.
Μια μέρα το 'χασε το κλειδί...
Μπορεί και να το πέταξε...
Ιούλης 1997