Πρόκειται για ένα κείμενο που αποτελεί σύνθεση (του γράφοντος) στίχων και φράσεων - ελαφρώς βέβαια αλλαγμένων - απ' όλο το έργο του Κώστα Καρυωτάκη. Υπό μία έννοια - υποκειμενική ενδεχομένως - καταβλήθηκε προσπάθεια να αποδοθεί το απάνθισμα του έργου του (κι ίσως να σκιαγραφηθεί κι η ζωή του). Είναι μια ευκαιρία γι' αυτούς που ξέρουν τον Καρυωτάκη, να τον ξαναδούν άλλη μια φορά συνοπτικά, και για όσους δεν τον ξέρουν, να τον γνωρίσουν ουσιαστικά. Το κείμενο είναι χωρισμένο σε 5 ενότητες, και θα αναρτηθεί σε 5 μέρες.
Παρόμοια αφιερώματα αυτής της μορφής έχουν γραφτεί και για άλλους Ποιητές (όπως Δ. Π. Παπαδίτσα, Τάσο Λειβαδίτη, Κώστα Ουράνη, Ναπολέων Λαπαθιώτη, Μήτσο Παπανικολάου, Νικηφόρο Βρεττάκο, Τέλλο Άγρα, Αλέξη Τραιανό, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Ν. Β. Λαδά, Μάγια Μαρία Ρούσσου) και θα παρουσιαστούν, πιστεύω, εν καιρώ...
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Η Πεταλούδα Πάντα Θα Πετάξει !
Μέρος Ι. Σπασμένα Φτερά
Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονταν φίδια. Ο άνεμος τσάκιζε τα δέντρα. Οι εγκέφαλοι εργαστήρια κιβδηλοποιών κι ο κόσμος ένα δάσος από μάσκες. Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι, φόρεσε αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσε ένα σκήπτρο πάνω απ' τα πλήθη και πήγαινε ακολουθώντας την εσωτερική του φωνή. Χόρευε γύρω του τού κόσμου η αυταπάτη. Είχε χάσει την ήρεμη ενατένιση και τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά πήγαινε ακολουθώντας την εσωτερική του φωνή. Θανάσιμες νύχτες τον έζωναν. Μέσα του ογκώνονταν οι άφραστοι πόνοι. Μίση έβλεπε να φεύγουν οι έρωτές του, χολή τα πάθη του όλα. Τον είχαν προσπεράσει αυτοί που αγαπούσε. Είχε μείνει μόνος, πίσω απ' όλα τα θαλερά και τα εύθυμα στην πλάση, κι έρημος πήγαινε. Καθώς βάδιζε, μια σκιά τον ακολουθούσε από πάνω, σα νέφος βαρύ ή φτερό δυσοίωνου πουλιού.
Αισθανόταν την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω του δεν υπήρχε ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στένευαν διαρκώς, τέλματα στα οποία βυθιζόταν ολοένα. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά του. Τα χρόνια του ήταν σαν κουρασμένα ελάφια. Σκόνη στη σκόνη είχε γεμίσει ο τόπος κι έγραφε με το δάχτυλο σταυρούς. Ήταν στο σκοτάδι κι ήταν το σκοτάδι (δοσμένος στα ερέβη), σαν άνθος που φυλλορροούσε.
Δε μπορούσε να συμφιλιωθεί με τους κήπους. Σε κάθε κήπο έβλεπε μια νέα μελαγχολία, τα τριαντάφυλλα να σβήνουνε σα πόθοι και τα κυπαρίσσια ατέλειωτα, σα βάσανα προς τ' άστρα (σαλεύουν θλιβερά τα κυπαρίσσια). Δεν πλανήθηκε σε δάση βουερά, απάρθενα, κι ούτε τον χτύπησε η ριπή του ωκεάνειου ανέμου. Κι αν η ζωή διάβαινε πέρα στον ορίζοντα σειρήνα, θάνατο, καθημερινό θάνατο, και χολή, μόνο, έφερνε για κείνον...σκλάβο πουλί πήγαινε, σέρνοντας τ' ανώφελα φτερά (είχε κάτι σπασμένα φτερά...). Τα στήθη του, που τα τάραζε κάποιο θανάσιμο πάθος, δεν επρόκειτο ποτέ να γαληνέψουν - φτωχή καρδιά, αιώνια λυπημένη...
συνεχίζεται στο Μέρος ΙΙ...