Είναι ώρα, στιγμή Παραδείσου,
ότε φάσματα παύουν θολά,
και τα πάντα θεάται καλά
η ψυχή σου.
Φεύγει τότε ο νους και η κρίσις.
Η καρδία γλυκύθυμος ζει,
και μ' αυτήν εορτάζει μαζί
όλ' η φύσις.
Πλημμυρίς αισθημάτων ωραίων.
Αναπάλλει το στήθος γλυκύ,
και καλείσαι και είσαι εκεί
ανακρέων.
Η νεότης λαμπρά σε ποτίζει
θείον νέκταρ αφάτου χαράς,
και των πόθων ευώδης βορράς
παιανίζει.
Η ψυχή αναλύετ' εις μύρον.
Και θανάτους, θεούς λησμονείς,
και μεθύσκεις εντός ηδονής
ως ονείρων.
Πλην πριν έτι καλώς εννοήσω
ότι έχαιρον, φεύγ' η χαρά!
Φευ! Καθώς αστραπή τις περά...
Πώς θα ζήσω;
Η χαρά μας εδώ η βραχεία
αντανάκλασις είναι αυτής,
ην συ άνω, Θεέ μου, κρατείς;
Φαντασία...
Την χαράν θεωρώ ειρωνείαν.
Μετά μέλιτος γεύσιν πολλήν,
τα λοιπά ανευρίσκεις χολήν
και ανίαν.
ΣΧΟΛΙΟ:
Για την Ποίηση του εξαίρετου Σπυρίδωνα Βασιλειάδη (1845 - 1874) τα έχουμε πει και σε προηγούμενες αναρτήσεις...Γιατί πρέπει να ξέρουμε πως η έλευση του (νεορομαντικού) Καρυωτάκη και της Ποίησης του Μεσοπολέμου, δεν έγινε τυχαία. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί απ' τους ρομαντικούς. Κι ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, μαζί με το Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο (βραχύβιοι κι οι δύο) ήταν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της ρομαντικής σχολής στην Ελλάδα...