Τραπεζομάντηλο λαχανί στο τραπέζι
κι η ντουλάπα ανοιχτή, αφημένη, δίχως τάξη.
Και πίσω απ' το μισάνοιχτο το φύλλο, παίζει
το τούλι, αγέρινο, με το χλωρό μετάξι,
το μετάξι - χυτά κρεμάμενα φύλλα,
- σαν πράσινος ανθός σε τροπική κουφάλα.
Στο τραπέζι, ο ασημένιος δίσκος με τα μήλα,
κι ένα φλυτζάνι κρύο, σπιτίσιο γάλα.
Κάτω ο δρόμος. Και μπρος μου οι κάμαρες - προσήλιες
την ημέρα - βύσσινα που ανοίγουν κάθε βράδυ.
Άνεμος διαβατάρικος χαλάει τις γρίλλιες...
Του τοίχου το ρολόι σημαίνει απ' το σκοτάδι.
Αγοραστή ψυχή, να σ' έχω, εδώ, στο χέρι,
πότε ν' απιδρομάς, πότε να μου πιστεύεις.
Τι σου θέλω, μηδέ κι ο νους μου δεν το ξέρει,
(κι άπραγε ξένε, εσύ, ποτές δεν το μαντεύεις!)
Κόρφους και γόνατα σκεπάζεις - με τα μάτια...
Εμένα, πιο βαθιά το μάτι μου πηγαίνει.
Την πίστη να φορείς μες στα σεμνά κρεβάτια,
- το κορμί να γδυθείς, δεν ήσουν μαθημένη.
Τη μυστική γραφή να μην ευρώ πασχίζεις.
Στου είναι σου πολεμάς τις ρίζες να μην τρέξω...
Μα ιδού που γέρνεις, - κι έρχεσαι - τ' αποφασίζεις,
τ' αρχαίο της γυναικός το δώρο φέρνεις έξω...