
Τα μάτια μου κοιτάζουν αφηρημένα, εκεί.
Τα μάτια μου κοιτάζουν εκεί, αφηρημένα.
Τι να δουν, τι να μη δουν και τι να πουν σ΄εμένα,
τι να μου πει κι η νύχτα ακόμα η πληκτική.
Τα μάτια μου κοιτάζουν αφηρημένα, εκεί.
Των χεριών μου το σχήμα μένει στους τοίχους πάνω.
Δεν είναι τελικά αυτό που φταίει οι τοίχοι.
Είναι η απελπισία που κρύβουν οι στίχοι.
Ματώνει το βήμα μου κάθε φορά που φτάνω.
Των χεριών μου το σχήμα μένει στους τοίχους πάνω.
Τώρα, κοντά μου, έρχονται μονάχα οι ίσκιοι.
Κι η θλίψη μου; Την αντικατέστησε ο τρόμος!
Με ισχνές προσπάθειες δίνω τη μάχη, όμως
το βάθος των πράξεών μου απόντα με βρίσκει.
Τώρα, κοντά μου, έρχονται μονάχα οι ίσκιοι.
Η Τέχνη με το σώμα δε με συμφιλίωσε.
Τα πάθη κι ορμές μου, όλα καταπνίγονται.
Τεράστιες ρωγμές στο σώμα μου ανοίγονται.
Τα γέλια να παύσουν, η εκδρομή τελείωσε!
Η Τέχνη με το σώμα δε με συμφιλίωσε.
Κι οι τοίχοι σφίγγουν στην κάμαρά μου, όσο πάνε.
Κι οι τοίχοι σφίγγουν, όσο πάνε, στην κάμαρά μου.
Κινήσεις απεγνωσμένες - κι αν σέρνομαι χάμου,
πάτωμα και οροφή συγκλίνουν, μ' ακουμπάνε!
Κι οι τοίχοι σφίγγουν στην κάμαρά μου, όσο πάνε...
Γενάρης 1987